φέριμποτ — και, παλ. τ., φέρρυμπωτ και φέρρυμποτ, το, Ν άκλ. ναυτ. οχηματαγωγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ferryboat < ferry «πορθμείο» + boat «βάρκα»] … Dictionary of Greek
φέρ(ρ)υμπωτ — και φέρ(ρ)υμποτ, το, Ν ναυτ. βλ. φέριμποτ … Dictionary of Greek
Κερτς — (Kerch). Πόλη (157.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Κριμαίας (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ.). Στην ακτή του κόλπου του Κ. λειτουργεί πορθμείο που ενώνει την Κριμαία με τον Καύκασο διαμέσου του ομώνυμου πορθμού, με… … Dictionary of Greek
Κολομβία, Βρετανική — (British Columbia). Επαρχία (947.800 τ. χλμ., 3.907.738 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και συνορεύει με τις ΗΠΑ στα Ν (Ουάσινγκτον, Αϊντάχο και Μοντάνα) και στα ΒΔ (Αλάσκα), στα Β … Dictionary of Greek
πέραμα — το 1. πέρασμα ποταμού ή πορθμού, πόρος, διάβαση, διαβατό. 2. πορθμείο, φέριμποτ. 3. άλλη ονομασία της συνοικίας Πέραν της Κωνσταντινούπολης στους Βυζαντινούς. 4. κωμόπολη της Αττικής στην Πειραϊκή ακτή. 5. ονομασία πολλών τόπων, τοπωνύμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορθμείο — το 1. βάρκα ή πλοίο για το πέρασμα από τη μια ακτή στην άλλη, αλλ. φέριμποτ. 2. στον πληθ., πορθμεία η αμοιβή, ο ναύλος για το πέρασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)